- υδρόφωνο
- Ηλεκτροακουστική συσκευή παρόμοια με το μικρόφωνο, ειδική για τη μετάδοση και καταγραφή ελαστικών κυμάτων που προκαλούνται μέσα στο νερό. Τα υ. χρησιμοποιούνται από πλοία και υποβρύχια για τον εντοπισμό άλλων υποβρυχίων καθώς και κοπαδιών ψαριών. Τα υ. σήμερα έχουν αντικατασταθεί από τελειότερες συσκευές υπερηχητικών και ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων.
* * *το, Ντεχνολ. ηλεκτροακουστική συσκευή που μετασχηματίζει μέσα σε ένα υγρό μέσο, ιδίως στη θάλασσα, τις ακουστικές ταλαντώσεις σε ηλεκτρικά σήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrophone (< υδρ[ο]-* + -φωνο < φωνή). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.